4/8/12

Τουρκοκύπριοι-Πολιτικό Ισλάμ: Μια σχέση αντιπαράθεσης

Οι εξελίξεις στα κατεχόμενα και οι αντιπαραθέσεις που προκαλούν, μας υποχρεώνουν σε μια πιο προσεκτική ματιά στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που εμφανίζεται. Οι προσανατολισμοί της νέας αυτής πραγματικότητας, επηρεάζουν το σύνολο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και θα καθορίσουν μέρος των εξελίξεων στο Κυπριακό. Σε μια πρώτη παρατήρηση, το πολιτικό πεδίο στα κατεχόμενα στιγματίζεται από την «βίαιη μεταβίβαση» της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας προς το τουρκικό στοιχείο, με τρόπο μάλιστα που να αλλάζει την μέχρι σήμερα αντίληψη για τον έλεγχο που ασκούσε η Τουρκία. Η αλλαγή στη λειτουργία των οικονομικών δομών, φέρνει σημαντικά ρήγματα στην πολιτική διαδικασία και στο ιδεολογικό περιβάλλον που πλαισιώνει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όπως γίνεται ξεκάθαρο από τα στοιχεία που δημοσιεύονται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η τουρκική παρουσία εξοστρακίζει σε καθημερινή βάση την τουρκοκυπριακή. Αυτό άλλωστε είναι ένα από τα βασικότερα αποτελέσματα της εφαρμογής του οικονομικού προγράμματος που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια.
 
Ο μετασχηματισμός των δομών στα κατεχόμενα διαχέεται με γοργούς ρυθμούς σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας, ενώ παράλληλα σχηματοποιεί με νέους όρους το σύνολο της πολιτικής ζωής. Το τρίπτυχο «νέες δομές-νέα οικονομία-νέα πολιτική», φαίνεται να αποτελεί μια σταθερή πορεία που επιβάλλεται από την κυβέρνηση Έρντογαν στα κατεχόμενα και που την ίδια όμως στιγμή φέρει μαζί της ξένα προς τους Τουρκοκύπριους στοιχεία. Το χαρακτηριστικότερο από αυτά είναι η ισλαμική θρησκεία, η ενίσχυση της οποίας προκαλεί σοβαρές αντιπαραθέσεις με περιεχόμενο που αφορά ή πρέπει να αφορά το σύνολο του Κυπριακού λαού.
 
«Η Βόρεια Κύπρος είναι μια τουρκική και μουσουλμανική χώρα. Θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτές μας τις ιδιαιτερότητες και χωρίς αμφιβολίες να τις προωθούμε. Για παράδειγμα τη στιγμή που η ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει τόση αφοσίωση στους δεσμούς της με την Εκκλησία, θα πρέπει και εμείς να συνειδητοποιήσουμε τις πολιτιστικές μας διαφορές με περισσότερα τζαμιά, με περισσότερη θρησκευτική εκπαίδευση» (εφ. Yeni Düzen, 2.2.2012). Τα πιο πάνω δήλωσε ο Έρντογαν σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Δηλώσεις που εάν εξεταστούν στο ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο της περιόδου, δίνουν με ξεκάθαρο τρόπο το περιεχόμενο της αλλαγής που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μάλιστα η ένταση με την οποία εφαρμόζονται τα μέτρα ενίσχυσης της ισλαμικής παρουσίας στα κατεχόμενα, προκάλεσαν τέτοιες αντιδράσεις που ακόμα και οι εκδηλώσεις για την τουρκική εισβολή επισκιάστηκαν από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων συνόλων ενάντια στη δημιουργία της ισλαμικής Θεολογικής Σχολής στην περιοχή της Μιας Μηλιάς.

Η ενίσχυση της σουννιτικής-ισλαμικής δραστηριότητας στα κατεχόμενα, από τη μια αντικατοπτρίζει την αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού και την ισχυροποίηση Τούρκων εποίκων. Από την άλλη όμως, είναι μια σχεδιασμένη ιδεολογική παρέμβαση συντηρητικής αλλαγής που συνοδεύει τα θεμέλια του νέου πολιτικού καθεστώτος που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται η δεύτερη σημαντική παρατήρηση για τις εξελίξεις. Μια παρατήρηση που αφορά τη διαλεκτική σχέση η οποία αναπτύσσεται μεταξύ των νέων δομών που οικοδομούνται και της ισλαμικής θρησκείας. Σύμφωνα με το πολιτικό πρόγραμμα που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή Δεξιά, οι ανανεωμένες δομές του «κράτους» θα πρέπει να έχουν ρόλο στην ανάδειξη του Ισλάμ ως συστατικό στοιχείο του ιδεολογικού πλαισίου. Θα πρέπει να «φυσιολογικοποιήσουν» την ενίσχυση της θρησκείας σε μια ομολογουμένως κοσμική κοινότητα. Θα πρέπει τέλος να συνεργαστούν με τους νέους πολιτικούς παράγοντες που θα προκύψουν (κόμματα, οργανώσεις, πρόσωπα), ούτως ώστε ο ιδεολογικός μετασχηματισμός να γίνει «αναίμακτα». Έτσι σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αποτελέσματα της εν λόγω παρέμβασης όπως: η δημιουργία του ισλαμικού κτιριακού συγκροτήματος στη Μια Μηλιά που θα συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων Θεολογική Σχολή, η δημιουργία Θεολογικής Σχολής στο πανεπιστήμιο «Εγγύς Ανατολής», η μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε υποχρεωτικό, η έναρξη κορανικών μαθημάτων τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς και η δημιουργία τμήματος αρμόδιου για ισλαμικά-θεολογικά ζητήματα εκπαίδευσης στο «Υπουργείο Παιδείας».

Την ίδια στιγμή που το «κράτος» μπαίνει στην υπηρεσία της ενίσχυσης της ισλαμικής θρησκείας, το Ισλάμ μετατρέπεται σε εργαλείο ενίσχυσης χωριστών δομών. Έργα υποδομής όπως η Θεολογική Σχολή, αποτελούν αναγκαία εργαλεία στην πορεία οικοδόμησης κράτους. Πολύ χαρακτηριστικά, ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεσίρ Αταλάϊ, περιγράφοντας τη σημασία ενός τέτοιου έργου στην εκδήλωση κατάθεσης του θεμέλιου λίθου στη Μια Μηλιά είχε τονίσει: «Οι χώρες δε δημιουργούνται εύκολα. Μια χώρα γίνεται μεγάλη με τις υποδομές της, με την επένδυση στους ανθρώπους, αλλά και με την ενίσχυση της κουλτούρας, των εθίμων και της θρησκείας» (εφ. Haberdar, 21.7.2011).  

Τέλος, η τρίτη και πιο σημαντική παρατήρηση αφορά την τουρκοκυπριακή αντίδραση στα πιο πάνω. Στο παρόν στάδιο, η προσπάθεια προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα της κοινότητας αντικατοπτρίζεται καλύτερα από τους οργανωμένους δάσκαλους, καθηγητές και τα προοδευτικά κόμματα. Όμως είναι γεγονός ότι η αντίσταση στον εξισλαμισμό, συγκεντρώνει πλατύτερη υποστήριξη. Οι διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο περιστατικό που εκδηλώνεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Αντιθέτως αποτελούν έκφραση μιας αντιπολίτευσης προς την σημερινή Τουρκία, η οποία εμφανίζεται δυναμικά αναλόγως της οργανωτικής και ιδεολογικής της συγκρότησης. Οι αντιδράσεις των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων σε αυτό το θέμα είναι σημαντικές γιατί θέτουν σε προτεραιότητα την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας, γιατί αμφισβητούν το νέο πλαίσιο ηγεμονίας της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια απονομιμοποιούν το περιεχόμενο των σχέσεων της κοινότητας με την Άγκυρα και συνεπώς βροντοφωνάζουν για τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει να υποτιμηθούν από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ούτε θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μια «εσωτερική τουρκοκυπριακή υπόθεση». Οι συγκεκριμένες αντιδράσεις έχουν περιεχόμενο κυπριακής εμβέλειας, αξιολογού  νται στο κυπριακό τους περιβάλλον και αποτελούν ένα νέο πεδίο δημιουργικού διαλόγου για την δημοκρατική, προοδευτική ανανέωση των σχέσεων των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Για όσους βέβαια ενδιαφέρονται…
 
Άρθρο του Νίκου Μούδουρου
Ειδικός Συνεργάτης Προέδρου Δημοκρατίας
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Χαραυγή, 29.7.2012


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου